- Ντεβακάν
- Λέξη σανσκριτική που σημαίνει «κατοικία θεών» και χρησιμοποιείται για τον καθορισμό μιας κατάστασης, ισοδύναμης με τον παράδεισο του χριστιανικού δόγματος. Μετά τον θάνατο, η ψυχή εγκαταλείπει το φυσικό σώμα και μπαίνει στο αστρικό πεδίο, όπου δοκιμάζεται και καθαρίζεται. Μεσολαβεί έπειτα ένα χρονικό διάστημα για να μπορέσει να εξυψωθεί στην κατάσταση του Ν. Εκεί μένει ορισμένο χρόνο και έπειτα ενσαρκώνεται και πάλι οπότε αρχίζει νέος κύκλος κάθαρσης. Ουσιαστικά η Ν. δεν είναι τόπος αλλά μια κατάσταση συνείδησης. Η ψυχή αισθάνεται απεριόριστη ευτυχία και δεν έχει φροντίδες. Μόλις όμως φτάσει η ψυχή στην κατάσταση της Ν., ενσαρκώνεται και ξαναγυρίζει στην καθημερινή ζωή, προσκομίζοντας και τις πνευματικές εμπειρίες που αποκόμισε σε όλη αυτή τη διαδικασία.
Dictionary of Greek. 2013.